ΒΙΒΛΙΑ
Θεολογία της Καινής Διαθήκης
Critical approaches to the Bible, Vol XIX, εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη, 2019,
σελ. 1264
Η Καινή Διαθήκη είναι η συλλογή κειμένων που αναφέρονται στον Ιησού Χριστό και στη διδασκαλία του, καθώς και στην πρόσληψη του από τους χριστιανούς. Ο Ιησούς ως Ισραηλίτης ανδρώθηκε με την ισραηλιτική παράδοση, έδρασε όμως στη Γαλιλαία, μακριά από το κέντρο της, την Ιερουσαλήμ. Εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της σύντομης ζωής του, εκεί μετάδωσε τις σκέψεις του και τα όνειρά του σε απλούς ανθρώπους της καθημερινής βιοπάλης. Αυτοί τον προσέλαβαν με τις δικές τους, κατά τον H. G. Gadamer, προϋπάρχουσες κατανοήσεις ή κρίσεις και στη συνέχεια μας τον παρέδωσαν, όχι, όπως πραγματικά ήταν, αλλά όπως αυτοί κατανόησαν ή έκριναν ότι ήταν. Την πρόσληψη αυτή του προσώπου και της διδασκαλίας του Ιησού από τους συγχρόνους του καταγράφει η παρούσα Θεολογία της Καινής Διαθήκης.
Στην παρούσα Θεολογία της Καινής Διαθήκης αναλύουμε, στηριζόμενοι στα σύγχρονα πορίσματα της καινοδιαθηκικής επιστήμης, τα θεολογικά και ηθικά-κοινωνικά θέματα που αναπτύσσονται στα επιμέρους βιβλία ή επιστολές της Καινής Διαθήκης, συμπεριλαμβανομένης και της αναγνωρισμένης από την καινοδιαθηκική επιστήμη Πηγής των Λογίων(Q).
Η παρούσα Θεολογία της Καινής Διαθήκης έχει δύο στόχους. Ο ένας είναι η επιστημονική διερεύνηση και καταγραφή των θεολογικών και ηθικών-κοινωνικών θεμάτων που αναπτύσσονται στα επιμέρους καινοδιαθηκικά κείμενα. Ο άλλος στόχος είναι η ανάδειξη, μέσω της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, της σημασίας που έχουν τα καινοδιαθηκικά κείμενα για τον σημερινό άνθρωπο της μετανεοτερικής εποχής. Αυτά θεωρούμε, ότι τον βοηθούν ν’ αντιμετωπίσει και να επιλύσει σύγχρονα προβλήματα. Αυτός είναι και ο λόγος που ολοκληρώνουμε το έργο μας με μια ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για την οικολογία, το πιο φλέγον ζήτημα που απασχολεί την ανθρωπότητα τον εικοστό πρώτο αιώνα.
Αγαπητέ αναγνώστη ή αναγνώστρια, ελπίζουμε και ευχόμαστε η μελέτη αυτής της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης να γίνει η αφορμή για μια επαναπροσέγγιση των καινοδιαθηκικών κειμένων.
www.ostraconpublishing.com/books/critical-approaches-to-the-bible
Στην παρούσα Θεολογία της Καινής Διαθήκης αναλύουμε, στηριζόμενοι στα σύγχρονα πορίσματα της καινοδιαθηκικής επιστήμης, τα θεολογικά και ηθικά-κοινωνικά θέματα που αναπτύσσονται στα επιμέρους βιβλία ή επιστολές της Καινής Διαθήκης, συμπεριλαμβανομένης και της αναγνωρισμένης από την καινοδιαθηκική επιστήμη Πηγής των Λογίων(Q).
Η παρούσα Θεολογία της Καινής Διαθήκης έχει δύο στόχους. Ο ένας είναι η επιστημονική διερεύνηση και καταγραφή των θεολογικών και ηθικών-κοινωνικών θεμάτων που αναπτύσσονται στα επιμέρους καινοδιαθηκικά κείμενα. Ο άλλος στόχος είναι η ανάδειξη, μέσω της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, της σημασίας που έχουν τα καινοδιαθηκικά κείμενα για τον σημερινό άνθρωπο της μετανεοτερικής εποχής. Αυτά θεωρούμε, ότι τον βοηθούν ν’ αντιμετωπίσει και να επιλύσει σύγχρονα προβλήματα. Αυτός είναι και ο λόγος που ολοκληρώνουμε το έργο μας με μια ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για την οικολογία, το πιο φλέγον ζήτημα που απασχολεί την ανθρωπότητα τον εικοστό πρώτο αιώνα.
Αγαπητέ αναγνώστη ή αναγνώστρια, ελπίζουμε και ευχόμαστε η μελέτη αυτής της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης να γίνει η αφορμή για μια επαναπροσέγγιση των καινοδιαθηκικών κειμένων.
www.ostraconpublishing.com/books/critical-approaches-to-the-bible
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Σύντομη παρουσίαση συγγραμμάτων και συναφών μελετών για την
Θεολογία της Καινής Διαθήκης
2. Κύρια ζητήματα της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης – Αξιολόγηση
2.1 Η Θεολογία της Κ.Δ. ως ανεξάρτητος επιστημονικός κλάδος
2.2 Η μεθοδολογία της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης
2.3 Ασυνέχεια και συνέχεια των παραδόσεων στην Κ.Δ. και Θεολογία
της Κ.Δ.
2.3.1 Η θεωρία περί της ασυνέχειας των παραδόσεων στην Κ.Δ.
2.3.2 Η θεωρία περί της συνέχειας των παραδόσεων στην Κ.Δ.
2.3.3 Αξιολόγηση των δύο θεωριών
2.4 Ποικιλομορφία και ενότητα στην Θεολογία της Κ.Δ.
2.4.1 Η θεωρία περί της απόλυτης ποικιλομορφίας της Θεολογίας της Κ.Δ.
2.4.2 Η θεωρία περί της σχετικής ποικιλομορφίας και περί της ενότητας
της Θεολογίας της Κ.Δ.
2.4.3 Αξιολόγηση των δύο θεωριών
3 Η Θεολογία της Κ.Δ., η μετανεοτερικότητα και ο μετανεοτερικός
άνθρωπος
3.1 Η Θεολογία της Κ.Δ., το κείμενο της Κ.Δ. και η μετανεοτερικότητα
3.2 Η Θεολογία της Κ.Δ. και η μετανεοτερικότητα
3.3 Η Θεολογία της Κ.Δ. και ο μετανεοτερικός άνθρωπος
ΜΕΡΟΣ Α΄
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
1. Το ερώτημα για τον ιστορικό Ιησού
1.1 Η σύγχρονη έρευνα για τον ιστορικό Ιησού στο
εξωτερικό και στην Ελλάδα
1.2 Οι αρχές της σύγχρονης έρευνας για τον ιστορικό
Ιησού
1.3 Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τον ιστορικό Ιησού
2. Ο Ιησούς και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής
2.1 Η ζωή και η διδασκαλία του Ιωάννη του Βαπτιστή
2.1.1 Πηγές
2.1.2 Βιογραφικά
2.1.3 Διδασκαλία
2.2 Η σχέση του Ιησού με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή
2.2.1 Οι δύο βιογραφίες
2.2.2 Οι δύο διδασκαλίες
2.2.3 ΟΙ δύο θρησκευτικές ομάδες
2.2.4 Οι δύο παραδόσεις και η πρόσληψή τους από την πρωτοχριστιανική
κοινότητα
3. Το κήρυγμα του Ιησού για τον ένα Θεό
4. Το κήρυγμα του Ιησού για την Βασιλεία του Θεού
4.1 Ο θρησκευτικός και πολιτικός χαρακτήρας της Βασιλείας του Θεού
4.2 Ο παροντικός και μελλοντικός χαρακτήρας της Βασιλείας του Θεού
4.3 Οι παραβολές του Ιησού για την Βασιλεία του Θεού
4.3.1 Η λογοτεχνική ιδιαιτερότητα των παραβολών του Ιησού για την
Βασιλεία του Θεού
4.3.2 Η θεολογική και ανθρωπολογική σημασία των παραβολών του Ιησού
για την Βασιλεία του Θεού
5. Οι πράξεις του Ιησού και η φανέρωση της Βασιλείας του Θεού
5.1 Τα θαύματα του Ιησού και η Βασιλεία του Θεού.
5.1.1 Η ορολογία των θαυμάτων του Ιησού
5.1.2 Το λογοτεχνικό είδος των θαυμάτων του Ιησού
5.1.3 Τα θαύματα του Ιησού και η ιστορία
5.1.4 Τα θαύματα του Ιησού και οι σύγχρονες απόπειρες εξήγησής τους
5.1.5 Το πολιτισμικό πλαίσιο των θαυμάτων του Ιησού
5.1.6 Η πολυποίκιλη θαυματουργική δράση του Ιησού
5.1.6.1 Οι εξορκισμοί
5.1.6.2 Οι θεραπείες ασθενών
5.1.6.3 Οι αναστάσεις νεκρών
5.1.6.4 Θαύματα και αρχές ή κανόνες ηθικής
5.1.6.5 Θαύματα και φύση
5.1.6.6 Το ιδιαίτερο θαύμα της ξήρανσης της συκιάς (Μκ 11,12-14. 20-25)
5.2 Η θαυματουργική ταυτότητα του Ιησού
6. Η ηθική διδασκαλία του Ιησού και η Βασιλεία του Θεού
6.1 Η αρχή της αποδοχής του αρχέγονου θελήματος του Θεού
6.2 Η αρχή της αγάπης προς όλους
6.3 Η ριζοσπαστική ηθική του Ιησού
7. Ο Ιησούς και ο μωσαϊκός Νόμος (Torah)
7.1 Η στάση των Ισραηλιτών της εποχής του Ιησού απέναντι στον
μωσαϊκό Νόμο
7.2 Η στάση του Ιησού απέναντι στον μωσαϊκό Νόμο
8. Ο Ιησούς, ο Ισραήλ και οι ειδωλολάτρες
9. Ο Ιησούς και τα έσχατα
9.1 Η συλλογική εσχατολογική τιμωρία του Ισραήλ από τον Θεό
9.2 Η ατομική εσχατολογική τιμωρία του Ισραηλίτη από τον Θεό
10. Ο Ιησούς και η αυτοσυνειδησία του ως φορέα χριστολογικών τίτλων
10.1 Ο Ιησούς και η αυτοσυνειδησία του ως προφήτη
10.2 Ο Ιησούς και η αυτοσυνειδησία του
ως Μεσσία / Χριστού.
10.3 Ο Ιησούς και η αυτοσυνειδησία του
ως Υιού του Ανθρώπου
11. Ο Ιησούς, η αφήγηση του Πάθους και η αυτοσυνειδησία του Ιησού
11.1 Ο Ιησούς και τα προ του Πάθους γεγονότα
11.2 Ο Ιησούς και τα γεγονότα του Πάθους
11.2.1 Ο Ιησούς, η σύλληψη και η ανάκρισή του
11.2.2 Ο Ιησούς, η δίκη και η καταδίκη του σε θάνατο (σταύρωση)
11.2.3 Ο Ιησούς και το τελευταίο δείπνο του
ΜΕΡΟΣ Β΄
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
1. Η τριπλή θρησκευτική εμπειρία των πρώτων χριστιανών
1.1 Η εμπειρική πρόσληψη του προπασχάλιου Ιησού
1.2 Η εμπειρική πρόσληψη του μεταπασχάλιου αναστημένου Ιησού
1.3 Η εμπειρική πρόσληψη του αγίου Πνεύματος
2. Η χριστιανική πρόσληψη της Εβραϊκής Βίβλου (Thanakh) και του
ιουδαϊκού και του ελληνορωμαϊκού θρησκευτικού πολιτισμού
2.1 Ορολογία και Εβραϊκή Βίβλος (Thanakh) και η χριστιανική πρόσληψη
της Εβραϊκής Βίβλου (Thanakh)
2.1.1 Ορολογία και Εβραϊκή Βίβλος (Thanakh)
2.1.2 H χριστιανική πρόσληψη της Εβραϊκής Βίβλου (Thanakh)
2.2 Η χριστιανική πρόσληψη του ιουδαϊκού θρησκευτικού πολιτισμού
2.3 Η χριστιανική πρόσληψη του ελληνορωμαϊκού θρησκευτικού
πολιτισμού
3. Η γεωγραφία και η προσωπογραφία της θεολογίας του πρώτου
χριστιανισμού
3.1 Ο πρώτος χριστιανισμός στην Ιερουσαλήμ
3.2 Ο πρώτος χριστιανισμός στην Αντιόχεια
3.3 Ο Παύλος και ο πρώτος χριστιανισμός
4. Η χριστολογία, ως το κέντρο της θεολογίας του πρώτου
χριστιανισμού και η μορφολογία της
4.1 Η μορφολογία της θεολογίας του πρώτου χριστιανισμού
4.1.1 Παραδεδομένα κείμενα - φόρμουλες πίστης
4.1.1.1 Ρωμ 1,3β-4α
4.1.1.2 Α΄ Κορ 15,3β-5α
4.1.2 Υμνολογικά κείμενα
4.1.2.1 Φιλ 2,6-11
4.1.2.2 Κολ 1,15-20
4.1.3 Καθαυτό χριστολογικοί τίτλοι
4.1.3.1 Ο Ιησούς ως ο Χριστός (Μεσσίας)
4.1.3.2 Ο Ιησούς ως ο Κύριος
4.1.3.3 Ο Ιησούς ως ο Ὑἱὸς τοῦ Θεοῦ
4.1.4 Επευφημίες (αcclamationes)
4.1.4.1 Α΄ Κορ 16,22 («μαράνα θά»)
4.1.4.2 Α΄ Κορ 8,6 («εἷς»)
4.1.5 Λόγοι του Ιησού
4.1.6 Βαπτισματικά κείμενα
4.1.7 Ομολογίες πίστης
4.1.8 Παραινετικά κείμενα
4.2 Η χριστολογία ως το κέντρο της θεολογίας του πρώτου
χριστιανισμού
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΑΥΛΕΙΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
1. Ο απ. Παύλος, η ζωή και το ιεραποστολικό έργο του
1.1 Πηγές και χρονολόγηση της ζωής του απ. Παύλου
1.2 Βιογραφικά στοιχεία για τον Απ. Παύλο
2. Ο πολιτισμός ως παράγοντας διαμόρφωσης της θεολογικής
σκέψης του απ. Παύλου
2.1 Ο απ. Παύλος και η επίδραση των πολιτισμών της Μεσογείου
2.2 Ο απ. Παύλος και η αντιμετώπιση των πολιτισμών της Μεσογείου
3. Οι κύριοι άξονες της θεολογίας του απ. Παύλου
4. Η θεολογία της Α΄ προς Θεσσαλονικείς Επιστολής
4.1 Η «ἐκλογή» των χριστιανών από τον Θεό, η «μίμηση»
του Χριστού και η ιεραποστολή
4.2 Η ανάσταση των νεκρών και η δευτέρα παρουσία
5. Η θεολογία της Α΄ προς Κορινθίους Επιστολής
5.1 Η αυθεντική αποστολικότητα και ο σταυρός του Χριστού
5.2 Τα ειδωλόθυτα, η «ἐν Χριστῷ» απελευθέρωση από την
ειδωλολατρία, η κοινωνία αγάπης και η οριοθέτηση του
χριστιανικού μονοθεϊσμού
5.2.1 Τo πρόβλημα των ειδωλόθυτων και η αντιμετώπισή του
5.2.2 Η «ἐν Χριστῷ» απελευθέρωση από την ειδωλολατρία και η κοινωνία
αγάπης
5.3 Η «ἐν πνεύματι» παρουσία του Θεού στην εκκλησία της Κορίνθου
και τα «χαρίσματα»
5.4 Οι χριστιανοί ως «άγιοι», μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας
5.5 Η ανάσταση των νεκρών
6. Η θεολογία της Β΄ προς Κορινθίους Επιστολής
6.1 Η αυθεντική αποστολικότητα του Παύλου
6.2 Η «δόξα Κυρίου», οι διακονίες του Παύλου και του Μωυσή και η
σωτηρία του ανθρώπου
6.2.1 Η υπεροχή της διακονίας της Καινής Διαθήκης του Παύλου επί της
διακονίας της Παλαιάς Διαθήκης του Μωυσή
6.2.2 Η «δόξα» και η μεταμόρφωση του ανθρώπου
6.2.3 Η «ἔλλαμψις» και αποκάλυψη της «δόξας Κυρίου» στον Χριστό και στους ανθρώπους
6.3 Η μετά θάνατον ζωή
6.4 Η ἐν Χριστῷ καταλλαγή
6.5 Η "λογεία" και η κοινωνική αλληλεγγύη
6.5.1 Η λογεία ή οι λογείες στην Κ.Δ.
6.5.2 Η θεολογική και κοινωνική σημασία της λογείας
7. Η θεολογία της προς Γαλάτας Επιστολής
7.1 Το ευαγγέλιο
7.1.1 Το ευαγγέλιο και ο Παύλος
7.1.2 Το ευαγγέλιο και ο μωσαϊκός νόμος
7.1.3 Το ευαγγέλιο και οι αποδέκτες του
7.2 Η σωτηρία («δικαίωσις») με την πίστη και όχι με τον μωσαϊκό νόμο
7.2.1 Η «νέα προοπτική» προσέγγισης της θεολογίας του Παύλου για τη
σωτηρία («δικαίωση») του ανθρώπου
7.2.2 Η κομβικής σημασίας έκφραση «ἔργα νόμου»
7.2.3 Η παύλεια προσέγγιση του παραδείγματος του Αβραάμ
7.2.4 Η αποστολή του μωσαϊκού νόμου
7.2.5 Η πραγμάτωση και τα επακόλουθα της διδασκαλίας περί σωτηρίας
εκ πίστεως
7.2.5.1 Η ελευθερία
7.2.5.2 Το βάπτισμα
7.2.5.3 Η «ἐν πνεύματι» ζωή
7.2.5.4 Η αγάπη
8. Η θεολογία της προς Φιλιππησίους Επιστολής
8.1 Ο χριστολογικός ύμνος (Φιλ 2,6-11)
8.2 Η σχέση του Χριστού με τον Παύλο και την χριστιανική κοινότητα
8.3 Η δικαίωση – σωτηρία του ανθρώπου
9. Η θεολογία της προς Φιλήμονα Επιστολής
10. Η θεολογία της προς Ρωμαίους Επιστολής
10.1 Το ευαγγέλιο
10.2 Η δικαιοσύνη Θεού
10.2.1 Η σχέση της «δικαιοσύνης Θεοῦ» με την «δικαιοσύνη» και το «νόμο»
10.2.2 Η σχετική με την «δικαιοσύνη Θεοῦ» έρευνα
10.2.3 Η θεολογία της «δικαιοσύνης Θεοῦ»
10.3 Η έκφραση «πίστις (Ἰησοῦ) Χριστοῦ» και η σημασία της
10.3.1 Η λεξικογραφική χρήση του όρου «πίστις» και της έκφρασης «πίστις Χριστοῦ»
10.3.2 Γραμματικές και γλωσσολογικές προσεγγίσεις της έκφρασης «πίστις Χριστοῦ»
10.3.3 Θεολογικές προσεγγίσεις της έκφρασης «πίστις Χριστοῦ»
10.3.4 Αξιολόγηση των θέσεων για την έκφραση «πίστις Χριστοῦ»
10.4 Η ανθρωπολογία της επιστολής
10.4.1 Η απελευθέρωση των ανθρώπων από τον θάνατο
10.4.2 Η απελευθέρωση των ανθρώπων από την αμαρτία
10.4.3 Η απελευθέρωση των ανθρώπων από το μωσαϊκό νόμο
10.4.3.1 Η εν Χριστώ απελευθέρωση των ανθρώπων από το μωσαϊκό νόμο
10.4.3.2 Η ηθική υπόσταση του μωσαϊκού νόμου
10.4.3.3 Η επίδραση του μωσαϊκού νόμου στη συμπεριφορά των
ανθρώπων
10.4.4 Η «ἐν πνεύματι» νέα ζωή των πιστών – Ο μελλοντικός νέος κόσμος
10.4.5 Η σωτηρία του Ισραήλ και η ενότητα των χριστιανών
ΜΕΡΟΣ Δ΄
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΗΓΗΣ ΤΩΝ ΛΟΓΙΩΝ (Q)
1. Χαρακτηριστικά και περιεχόμενο της Q
2. Ο Θεός στην Q
3. Η κρίση του Θεού, ο Υιός του Ανθρώπου και η σωτηρία στην Q
4. Το πνεύμα του Θεού στην Q
5. Ο άνθρωπος και η ηθική στην Q
ΜΕΡΟΣ Ε΄
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΠΤΙΚΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
1. Η θεολογία του κατά Μάρκον Ευαγγελίου
1.1 Ο αφηγηματικός χαρακτήρας του κατά Μάρκον Ευαγγελίου και η θεολογία του
1.2 Χαρακτήρες, αφηγηματικά μοτίβα και ηθική στην θεολογία του κατά
Μάρκον Ευαγγελίου
2. Η θεολογία του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου
2.1 Η ιδιαιτερότητα του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου
2.2 Ο Θεός στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο
2.3 Ο Ιησούς στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο
2.4 Η ηθική του Ιησού και η τελική κρίση στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο
2.5 Η εκκλησία και η συναγωγή στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο
3. Η θεολογία του κατά Λουκάν Ευαγγελίου και των Πράξεων των
Αποστόλων
3.1 Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κατά Λουκάν Ευαγγελίου και των
Πράξεων των Αποστόλων
3.2 Ο Θεός στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και στις Πράξεις των Αποστόλων
3.3 Ο Ιησούς στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και στις Πράξεις των Αποστόλων
3.4 Το άγιο Πνεύμα και ο λαός του Θεού στο κατά Λουκάν
Ευαγγέλιο και στις Πράξεις των Αποστόλων
3.5 Η ηθική και τα έσχατα στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και στις Πράξεις των Αποστόλων
4. Η θεολογική εικόνα του Παύλου στις Πράξεις των Αποστόλων
ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΠΑΥΛΕΙΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
1. Η θεολογία της προς Κολοσσαείς Επιστολής
1.1 Χριστός, ο άρχοντας του σύμπαντος
1.2 Σωτηρία, βάπτισμα και εσχατολογία
1.3 Η Εκκλησία και η δομή της
2. Η θεολογία της προς Εφεσίους Επιστολής
2.1 Χριστός, ο απόλυτος άρχοντας του σύμπαντος
2.2 Η Εκκλησία
2.3 Σωτηρία και εσχατολογία
3. Η θεολογία της Β΄ προς Θεσσαλονικείς Επιστολής
4. Η θεολογία των Ποιμαντικών Επιστολών
4.1 Η Εκκλησία
4.2 Η «ἐπιφάνεια» του Κυρίου και η μέλλουσα κρίση
4.3 Η θεολογική εικόνα του Παύλου στις ποιμαντικές επιστολές
ΜΕΡΟΣ Ζ΄
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
ΙΑΚΩΒΟΥ, Α΄ ΠΕΤΡΟΥ, ΙΟΥΔΑ & Β΄ ΠΕΤΡΟΥ
1. Η θεολογία της προς Εβραίους Επιστολής
1.1 Η προς Εβραίους Eπιστολή και η μετά-επικοινωνία της Γραφής (: Π.Δ.)
1.2 Η προς Εβραίους Eπιστολή και η νέα αφήγηση για τον αρχιερέα
Ιησού
2. Η θεολογία της Επιστολής Ιακώβου
2.1 Η θεολογία της σοφίας και η Eπιστολή Ιακώβου
2.2 Η χριστολογία και η Eπιστολή Ιακώβου
2.3 Η ηθική, η σωτηριολογία και η εντολή της αγάπης προς τον πλησίον
στην Επιστολή Ιακώβου
3. Η θεολογία της Α΄ Επιστολής Πέτρου
3.1 Η ταυτότητα των πιστών και η Α΄ Επιστολή Πέτρου
3.2 Η θεολογία και η ηθική στην Α΄ Επιστολή Πέτρου
3.2.1 Η θεολογία στην Α΄ Επιστολή Πέτρου
3.2.2 Η ηθική και η σωτηρία στην Α΄ Επιστολή Πέτρου
4. Η θεολογία της Επιστολής Ιούδα
4.1 Ο Θεός, ο Χριστός, το άγιο Πνεύμα και οι άγγελοι στην Επιστολή
Ιούδα
4.2 Τα έσχατα, η σωτηρία και η χριστιανική κοινότητα στην Επιστολή
Ιούδα
5. Η θεολογία της Β΄ Επιστολής Πέτρου
5.1 Ο Θεός, ο Χριστός και η Β΄ Επιστολή Πέτρου
5.2 Η σωτηρία του ανθρώπου και η Β΄ Επιστολή Πέτρου
5.3 Η εσχατολογία και η Β΄ Επιστολή Πέτρου
5.4 Η ηθική και η Β΄ Επιστολή Πέτρου
5.5 Η πίστη, η εμπειρία, η παράδοση και η Β΄ Επιστολή Πέτρου
5.6 Ο πρώιμος καθολικισμός, ο κανόνας της Κ.Δ. και η Β΄ Επιστολή Πέτρου
ΜΕΡΟΣ Η΄
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΕΙΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ
(Η θεολογία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου
και των Α΄, Β΄ και Γ΄ Καθολικών Επιστολών του Ιωάννη)
1. Ο Θεός στην ιωάννεια γραμματεία
1.1 Ο Θεός ως Πατέρας
1.2 Ο Θεός και η κοινή δράση του με τον Υιό
1.3 Ο Θεός ως φως, αγάπη και πνεύμα
1.4 Ο Θεός στις επιστολές του Ιωάννη
2. Ο Χριστός στην ιωάννεια γραμματεία
2.1 Η προΰπαρξη και ενανθρώπιση του Υιού του Θεού
2.2 Ο Υιός, ο απεσταλμένος από τον Πατέρα
2.3 Η ταυτότητα του Υιού
2.3.1 Οι καθαυτό χριστολογικοί τίτλοι
2.3.1.1 Ο Ιησούς ως ο Λόγος
2.3.1.2 Ο Ιησούς ως ο Υιός του Θεού
2.3.1.3 Ο Ιησούς ως ο Χριστός (Μεσσίας)
2.3.1.4 Ο Ιησούς ως ο Κύριος
2.3.1.5 Ο Ιησούς ως ο βασιλεύς του Ισραήλ / βασιλεύς των Ιουδαίων
2.3.1.6 Ο Ιησούς ως ο υιός (του) ανθρώπου
2.3.2 Οι οιονεί χριστολογικοί τίτλοι
2.3.2.1 Ο Ιησούς ως ο «σωτὴρ τοῦ κόσμου»
2.3.2.2 Ο Ιησούς ως ο άγιος και εκλεκτός του Θεού
2.3.3.3 Ο Ιησούς ως ο αμνός του Θεού
2.3.3.4 Ο Ιησούς ως Θεός
2.3.3.5 Ο Ιησούς ως ο μονογενής
2.4 Η αυτοαποκάλυψη του Υιού. Οι «ἐγώ εἰμί» εκφράσεις
2.5 Ο θάνατος, η ανάσταση και η εξύψωση και ο δοξασμός του Ιησού
2.5.1 Ο θάνατος του Ιησού
2.5.2 Η ανάσταση του Ιησού
2.5.3 Η εξύψωση και ο δοξασμός του Ιησού
2.6 Η επιστροφή του Υιού-Ιησού στον Θεό-Πατέρα και η δεύτερη έλευσή του
3. Το Άγιο Πνεύμα - ο Παράκλητος στην ιωάννεια γραμματεία
3.1 Το Άγιο Πνεύμα
3.2 Ο Παράκλητος
4. Ο άνθρωπος στην ιωάννεια γραμματεία
4.1 Απόλυτος προορισμός και ελευθερία βούλησης του ανθρώπου
4.2 Πίστη και απιστία
4.2.1 Η πίστη
4.2.2 Η απιστία
4.3 Βάπτισμα και θεία Ευχαριστία
4.3.1. Το Βάπτισμα
4.3.2. Η θεία Ευχαριστία
4.4 Η έμπρακτη αγάπη
4.4.1. Η περιγραφή της έμπρακτης αγάπης με τους όρους «αγαπώ», «αγάπη», «αγαπητός»
4.4.2 Η αναφορά στην αγάπη μέσα από σχετικές αφηγήσεις
4.4.3 Χαρακτήρες – πρότυπα της έμπρακτης αγάπης
5. Η διδασκαλία για τα έσχατα στην ιωάννεια γραμματεία
ΜΕΡΟΣ Θ΄
Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
1. Η Ιουδαϊκή Αποκαλυπτική και η Αποκάλυψη του Ιωάννη
2. Θεματικοί άξονες στην Αποκάλυψη του Ιωάννη
2.1 Η «συγκυβέρνηση» και η Αποκάλυψη του Ιωάννη
2.2 Ο Θεός και η Αποκάλυψη του Ιωάννη
2.3 Ο Ιησούς Χριστός και η Αποκάλυψη του Ιωάννη
2.4 Η εγκαθίδρυση της «πολιτείας» του Θεού στη γη, η «συγκυβέρνηση»
και η Αποκάλυψη του Ιωάννη
2.5 Άλλοι θεματικοί άξονες και η Αποκάλυψη του Ιωάννη
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Η Θεολογία της Καινής Διαθήκης και οι σύγχρονες προκλήσεις.
Το παράδειγμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Η Πηγή των Λογίων του Ιησού (Q) - Κείμενο
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΒΙΒΛΙΚΩΝ ΧΩΡΙΩΝ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΘΕΜΑΤΩΝ
Μετανεοτερική Ερμηνεία της Καινής Διαθήκης,
Critical Approaches to the Bible, Vol XX, εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη, 2019,
σελ. 456
Critical Approaches to the Bible, Vol XX, εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη, 2019,
σελ. 456
Στο παρόν βιβλίο προτείνω μια ανακατασκευή της ερμηνείας της Καινής Διαθήκης (: Κ.Δ.). Συγκεκριμένα επιχειρώ να ανακαλύψω «νέους» τρόπους μεταφοράς του μηνύματος της Κ.Δ. (Ερμής > ερμηνεία), στους σημερινούς αναγνώστες της μετανεοτερικής εποχής, της εποχής του μαρασμού της μιας αλήθειας και της άνθησης των πολλών αληθειών.
Στην προσπάθειά μου αυτή κρατώ και επαναχρησιμοποιώ όλες τις μεθόδους ερμηνείας των ιερών κειμένων που παρήγαγε η καινοδιαθηκική επιστήμη. Απλά κατασκευάζω δύο ερμηνευτικά υπέρ-σύνολα, που τα ονομάζω με βάση τα κύρια χαρακτηριστικά τους «απολλώνια ερμηνεία» και «διονυσιακή ερμηνεία» των κειμένων της Κ.Δ.. Στα δύο αυτά υπέρ-σύνολα εντάσσω τις επιμέρους ερμηνευτικές μεθόδους της Κ.Δ., ανάλογα με τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Προσοχή! δεν αντιπαραθέτω τις δύο ερμηνείες, αντίθετα τις εξετάζω στο πλαίσιο του εγελιανού σχήματος: θέση – αντίθεση – σύνθεση. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ τον τίτλο «Μετανεοτερική ερμηνεία της Καινής Διαθήκης - απολλώνια ΚΑΙ διονυσιακή ερμηνεία» γράφοντας με κεφαλαία γράμματα τον συμπλεγματικό σύνδεσμο «και (: ΚΑΙ)».
Δεν σας κρύβω ότι η ανακατασκευή αυτή μου αρέσει. Άλλωστε, σύμφωνα με το παραμύθι, η κάθε κουκουβάγια αρέσει το μωρό της. Όμως, η τελική κρίση, αγαπητοί αναγνώστες, απομένει σε εσάς,. Εσείς είστε οι τελικοί κριτές και μάλιστα είστε πολλοί. Και όπως στην μετανεοτερική εποχή είναι πολλές οι εκάστοτε αλήθειες έτσι είναι πολλές και οι εκάστοτε κρίσεις.
www.ostraconpublishing.com/books/critical-approaches-to-the-bible
ΜΕΤΑ-ΝΕΟΤΕΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Απολλώνια ΚΑΙ Διονυσιακή Ερμηνεία
POSTMODERN CRITICISM OF THE NEW TESTAMENT
Apollonian AND Dionysian Criticism
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΕΙΣΑΓΩΓΗ & ΑΡΘΡΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΝΕΟΤΕΡΙΚΗ
ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Εισαγωγή
1
Ο σύγχρονος χριστιανός της Δύσης και η επικαιροποίηση
των μηνυμάτων της Καινής Διαθήκης στην μετανεοτερικότητα
2
Απολλώνια και διονυσιακή ερμηνεία. Αποκαλύψεως ιβ΄ 1.6α:
Μια ενδεχόμενη μαριολογική πρόσληψη
3
Παύλεια θεολογία και σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα -
Η πολιτική πρόσληψη της θεολογίας του απ. Παύλου από τον Jacob Taubes
4
"Σύγχρονες θεωρίες ερμηνείας και μετάφρασης της Βίβλου"
- Η θεωρία της "ενσυναίσθησης" και το Μκ 5,25-34"
5
"Ο Πάπας Λέων Α ´ (ο Μέγας)
και η πρόσληψη της Βίβλου στην 28η Επιστολή του ("Τόμος")"
6
Η πρωτοχριστιανική μειονότητα της Κορίνθου
λατρεύουσα τον Κύριο (Α΄ Κορ 8,6) - Κοινωνιολογική και εκκλησιολογική
προσέγγιση
7
«Θεία εγκατάλειψη και ανθρώπινη αγωνία -Μετά-δομική προσέγγιση
του Μκ 15,34.37"
8
Το τελευταίο δείπνο του Ιησού (Μκ 14,12-26) Ιστορικότητα - διακειμενικότητα - τελετουργία
9
Η αναγνωστική θεωρία και η πρόσληψη του Β΄ Πε 1,4 από τους Πατέρες
της Εκκλησίας
10
Η ἐκλεκτή κυρία στo Β΄ Ιω 1. Η αντι-γλώσσα της επιστολής
και οι εκκλησιολογικές της προεκτάσεις
11
Gregor Palamas und die Theorie über das wahre Licht und dessen Begründung
von der Heiligen Schrift. Das Beispiel des 2 Kor 4,4.6
12
Μεταξύ «Σκύλλας» και «Χάρυβδης». Οικειοποιητική ή ξενισμική μετάφραση της Βίβλου; Απόπειρα μετάφρασης των όρων «πρεσβύτερος» και «πρεσβύτεροι»στα Β΄ Ιω 1 · Γ΄ Ιω 1 & Απ 4,4
13
Οι εσχατολογικές αναφορές της Β´ προς Θεσσαλονικείς Επιστολής
και των Επιστολών του Ιωάννη για τον «υἱὸ τῆς ἀνομίας» και τον «ἀντίχριστο». Διακειμενική προσέγγιση
14
Ανιχνεύοντας το αίτημα της ενότητας στην παύλεια εκκλησιολογία -
Από την αντίθεση στη σύνθεση [Ρωμ 11,(16) 17-24]
15
Η φεμινιστική ερμηνεία της προς Εφεσίους επιστολής
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΑΡΘΡΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΝΕΟΤΕΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
1
Οι ιωάννειες Επιστολές και οι πρώτοι χριστιανοί της Εφέσου
2
Οι εμφανίσεις του αναστημένου Ιησού στα Ευαγγέλια και στις Επιστολές
του Ιγνατίου του Θεοφόρου
3
Ιησούς Χριστός, απ. Παύλος, ευαγγελισμός και ιεραποστολή
4
Ο πρώτος χριστιανισμός και οι πολιτισμοί της Μεσογείου.
Μια ιδιαίτερη σχέση. (Το παράδειγμα των όρων «αὐτάρκης» και «αὐτάρκεια»)
Ευρετήριο συγγραφέων
Ερμηνευτικό υπόμνημα στην Β΄ Πέτρου
Critical Approaches to the Bible, Vol V, Εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη, 2014
σελ. 656
Critical Approaches to the Bible, Vol V, Εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη, 2014
σελ. 656
Όποιος επιχειρεί να συντάξει ένα υπόμνημα σε ένα βιβλίο της Καινής Διαθήκης όπως είναι και η Β΄ επιστολή Πέτρου, εμπλέκεται αναπόφευκτα σε έναν πολυετή, ποικιλόμορφο και μεστό σε περιεχόμενο διάλογο. Ταυτόχρονα αυτός συνειδητοποιεί με δέος ότι συνομιλεί με μεγάλες θεολογικές μορφές που ασχολήθηκαν με το θέμα. Το στοιχείο αυτό συμβάλλει στην επιστημονική αυτοσυνειδησία του ερευνητή και τον ωθεί να εκφράσει την απεριόριστη ευγνωμοσύνη σε όλους όσους ενασχολήθηκαν με την Β΄ Πέτρου και συνέβαλαν στην έρευνά της. Με το παρόν υπόμνημα επιχειρούμε να προσεγγίσουμε την επιστολή με ερμηνευτικές μεθόδους κλασικές, όπως είναι η ιστορικοκριτική μέθοδος, και νεοτεριστικές, όπως είναι οι μέθοδοι της αναγνωστικής θεωρίας της πρόσληψης, της ρητορικής – κοινωνιολογικής ανάλυσης, της κοινωνιολογικής ανάλυσης και της διακειμενικής ανάλυσης. Με τη βοήθεια των παραπάνω μεθόδων αποπειρόμαστε να αναδείξουμε τη γλωσσολογική αξία της επιστολής, την πολιτισμική της συνάφεια και την θεολογία της, την χριστολογία, τη σωτηριολογία και την εσχατολογία.
www.ostraconpublishing.com/books/critical-approaches-to-the-bible
|
Ερμηνευτικές και Θεολογικές Προσεγγίσεις στην Καινή Διαθήκη,
Critical Approaches to the Bible 4, εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014,
σελ. 820
Critical Approaches to the Bible 4, εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014,
σελ. 820
Είναι γνωστό, ότι το κείμενο μιας ολιγοσέλιδης μελέτης μυεί τον αναγνώστη-ερευνητή στην προσέγγιση της επιστημονικής λεπτομέρειας και συντελεί στην ενεργοποίηση μιας επιστημονικής έρευνας όχι, όμως, και στην ολοκλήρωσή της. Είναι, επίσης, γνωστό, ότι το κείμενο των μελετών αυτών καθρεφτίζει τον συντάκτη του, τις γνώσεις του, τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του και την ικανότητά του να διαλέγεται με την επιστήμη του. Ο μελετητής των μικρών αυτών εργασιών αφενός πλουτίζει τις γνώσεις του ως προς το εκάστοτε θέμα, αφετέρου με το επιστημονικό κριτήριο που διαθέτει αξιολογεί τον συγγραφέα τους. Τα παραπάνω αποσκοπεί να υπηρετήσει ο παρών τόμος με τον τίτλο «Ερμηνευτικές και θεολογικές προσεγγίσεις στην Καινή Διαθήκη». Σε αυτόν περιλαμβάνονται άρθρα σε περιοδικά και τιμητικούς τόμους, εισηγήσεις σε διάφορα συνέδρια κ.ά. της τελευταίας εικοσαετίας. Ο τόμος αυτός απευθύνεται, πρώτα απ' όλα, στην σπουδάζουσα τα θεολογικά γράμματα νεολαία. Ταυτόχρονα, όμως, προσφέρεται και σε κάθε ενδιαφερόμενο για τα καινοδιαθηκικά πράγματα.
www.ostraconpublishing.com/books/critical-approaches-to-the-bible-the-bible
www.ostraconpublishing.com/books/critical-approaches-to-the-bible-the-bible
Καινοδιαθηκικά
Critical Approaches to the Bible 4, εκδόσεις Ostracon, vol. II, Θεσσαλονίκη 2014
σελ. 400
Critical Approaches to the Bible 4, εκδόσεις Ostracon, vol. II, Θεσσαλονίκη 2014
σελ. 400
Τα «Καινοδιαθηκικά» αποτελούν την τελευταία συλλογή από εισηγήσεις που πραγματοποίησα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και από άρθρα που συνέταξα με αφορμή διάφορες επιστημονικές εκδηλώσεις.
Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στα «Καινοδιαθηκικά» αναφέρονται σε πολλά και ποικίλα θέματα σχετικά με την Καινή Διαθήκη, όπως με την παύλεια θεολογία και ηθική, την ιωάννεια γραμματεία, την έρευνα για τον ιστορικό Ιησού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τον κλάδο της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, την μετάφραση των καινοδιαθηκικών κειμένων και την πρόσληψη των κειμένων της Καινής Διαθήκης από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Σε πολλά από τα κείμενά μου αυτά επιχειρώ να εφαρμόσω μοντέρνες μεθόδους προσέγγισης των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένος με τα αποτελέσματα της προσπάθειάς μου αυτής. Ταυτόχρονα όμως αισθάνομαι ωραία που μου δίδεται η δυνατότητα να προσεγγίσω εκ νέου τα εμπνευσμένα καινοδιαθηκικά κείμενα και να ανακαλύψω σε αυτά, νέα στοιχεία, πολύτιμα, όχι μόνον για την επιστήμη της Καινής Διαθήκης αλλά και για την καθημερινή μας ζωή.
Ταυτόχρονα είμαι βέβαιος ότι ο διάλογος με τους αναγνώστες των κειμένων αυτών θα με βοηθήσει να βελτιώσω την «επιστημοσύνη» μου
www.ostraconpublishing.com/books/critical-approaches-to-the-bible
Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στα «Καινοδιαθηκικά» αναφέρονται σε πολλά και ποικίλα θέματα σχετικά με την Καινή Διαθήκη, όπως με την παύλεια θεολογία και ηθική, την ιωάννεια γραμματεία, την έρευνα για τον ιστορικό Ιησού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τον κλάδο της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, την μετάφραση των καινοδιαθηκικών κειμένων και την πρόσληψη των κειμένων της Καινής Διαθήκης από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Σε πολλά από τα κείμενά μου αυτά επιχειρώ να εφαρμόσω μοντέρνες μεθόδους προσέγγισης των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένος με τα αποτελέσματα της προσπάθειάς μου αυτής. Ταυτόχρονα όμως αισθάνομαι ωραία που μου δίδεται η δυνατότητα να προσεγγίσω εκ νέου τα εμπνευσμένα καινοδιαθηκικά κείμενα και να ανακαλύψω σε αυτά, νέα στοιχεία, πολύτιμα, όχι μόνον για την επιστήμη της Καινής Διαθήκης αλλά και για την καθημερινή μας ζωή.
Ταυτόχρονα είμαι βέβαιος ότι ο διάλογος με τους αναγνώστες των κειμένων αυτών θα με βοηθήσει να βελτιώσω την «επιστημοσύνη» μου
www.ostraconpublishing.com/books/critical-approaches-to-the-bible
Θεολογία της Καινής Διαθήκης - Εισαγωγή, Θεολογία των παύλειων επιστολών και θεολογία της ιωάννειας γραμματείας
Critical Approaches to the Bible, Vol ΙΙΙ, εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014
σελ. 624
Critical Approaches to the Bible, Vol ΙΙΙ, εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014
σελ. 624
Η Καινή Διαθήκη μαζί με την Παλαιά Διαθήκη αποτελούν, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο αείμνηστος καθηγητής Ν. Ματσούκας, « ... τους εκλεκτούς και εύχυμους καρπούς της παραδοσιακής ζωής» της Εκκλησίας, το περιεχόμενο των οποίων πρέπει να διερευνάται επιστημονικά.
Ειδικότερα ο κλάδος της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης ασχολείται κατά τρόπο συστηματικό με την καταγραφή της θεολογίας και της ηθικής που αναπτύσσονται στα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Ουσιαστικά αποτελεί το τελευταίο στάδιο της έρευνας της Κ. Διαθήκης. Με άλλα λόγια, «αν η Εισαγωγή» στην Καινή Διαθήκη αποτελεί το προστάδιο και την απαραίτητη προϋπόθεση για μια κατά το δυνατό σωστότερη «Ερμηνεία» της Καινής Διαθήκης, η «θεολογία» της Καινής Διαθήκης αποτελεί το επιστέγασμα και τη συστηματική διατύπωση του περιεχομένου της διδασκαλίας της».
Ταυτόχρονα όμως η Θεολογία της Καινής Διαθήκης από ορθόδοξη σκοπιά δεν υποκαθιστά τη γενικότερη θεολογία της Εκκλησίας, όπως αυτή είναι διατυπωμένη από τον επιστημονικό κλάδο της Δογματικής. Απλά η Θεολογία της Καινής Διαθήκης αποτελεί το πρώτο -και ως εκ τούτου σημαντικότερο - στάδιο έκφρασης της Θεολογίας της εκκλησιαστικής παράδοση. Το παρόν έργο αποτελεί μια απόπειρα συγγραφής μιας Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, για την σύνταξη του οποίου υιοθετούμε συγκεκριμένες επιστημονικές θέσεις, που αφορούν τον χαρακτήρα μιας Θεολογίας της Κ. Διαθήκης. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαξιώνουμε άλλες εναλλακτικές προτάσεις· απλά θεωρούμε ότι με την επιλογή αυτή δίνονται καταλληλότερες λύσεις στα ποικίλα ζητήματα που εξετάζει ο εν λόγω επιστημονικός κλάδος και τα οποία εμφανίζονται και απαιτούν την λύση τους κατά την σύνταξη μιας Θεολογίας της Καινής Διαθήκης. Ως εκ τούτου το έργο μας υπόκειται στην κρίση των ειδικών για το ορθό ή μη των όποιων επιλογών.
Στον παρόντα τόμο εξετάζουμε διάφορα εισαγωγικά θέματα μιας Θεολογίας της Καινής Διαθήκης και την θεολογία των παύλειων επιστολών και της ιωάννειας γραμματείας. Στον μέλλον θα συμπεριληφθεί και η εξέταση των θεολογιών των άλλων Βιβλίων της Καινής Διαθήκη
www.ostraconpublishing.com/books/critical-approaches-to-the-bible
Ειδικότερα ο κλάδος της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης ασχολείται κατά τρόπο συστηματικό με την καταγραφή της θεολογίας και της ηθικής που αναπτύσσονται στα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Ουσιαστικά αποτελεί το τελευταίο στάδιο της έρευνας της Κ. Διαθήκης. Με άλλα λόγια, «αν η Εισαγωγή» στην Καινή Διαθήκη αποτελεί το προστάδιο και την απαραίτητη προϋπόθεση για μια κατά το δυνατό σωστότερη «Ερμηνεία» της Καινής Διαθήκης, η «θεολογία» της Καινής Διαθήκης αποτελεί το επιστέγασμα και τη συστηματική διατύπωση του περιεχομένου της διδασκαλίας της».
Ταυτόχρονα όμως η Θεολογία της Καινής Διαθήκης από ορθόδοξη σκοπιά δεν υποκαθιστά τη γενικότερη θεολογία της Εκκλησίας, όπως αυτή είναι διατυπωμένη από τον επιστημονικό κλάδο της Δογματικής. Απλά η Θεολογία της Καινής Διαθήκης αποτελεί το πρώτο -και ως εκ τούτου σημαντικότερο - στάδιο έκφρασης της Θεολογίας της εκκλησιαστικής παράδοση. Το παρόν έργο αποτελεί μια απόπειρα συγγραφής μιας Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, για την σύνταξη του οποίου υιοθετούμε συγκεκριμένες επιστημονικές θέσεις, που αφορούν τον χαρακτήρα μιας Θεολογίας της Κ. Διαθήκης. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαξιώνουμε άλλες εναλλακτικές προτάσεις· απλά θεωρούμε ότι με την επιλογή αυτή δίνονται καταλληλότερες λύσεις στα ποικίλα ζητήματα που εξετάζει ο εν λόγω επιστημονικός κλάδος και τα οποία εμφανίζονται και απαιτούν την λύση τους κατά την σύνταξη μιας Θεολογίας της Καινής Διαθήκης. Ως εκ τούτου το έργο μας υπόκειται στην κρίση των ειδικών για το ορθό ή μη των όποιων επιλογών.
Στον παρόντα τόμο εξετάζουμε διάφορα εισαγωγικά θέματα μιας Θεολογίας της Καινής Διαθήκης και την θεολογία των παύλειων επιστολών και της ιωάννειας γραμματείας. Στον μέλλον θα συμπεριληφθεί και η εξέταση των θεολογιών των άλλων Βιβλίων της Καινής Διαθήκη
www.ostraconpublishing.com/books/critical-approaches-to-the-bible
Από την βιβλική έρευνα στην πίστη της Εκκλησίας.
Συνοπτική Θεολογία της Καινής Διαθήκης
ΤΟΜΟΣ Α΄
Βιβλική Βιβλιοθήκη 48, Εκδόσεις Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010
σελ. 756
Συνοπτική Θεολογία της Καινής Διαθήκης
ΤΟΜΟΣ Α΄
Βιβλική Βιβλιοθήκη 48, Εκδόσεις Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010
σελ. 756
Πρόλογος ..............................................................................................................19
Ε ι σ α γ ω γ ή ................................................................................................................23
1. Σύντομη παρουσίαση συγγραμμάτων και συναφώνμελετών για την θεολογία της Καινής Διαθήκης................................................25
2. Κύρια ζητήματα της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης ‒ Αξιολόγηση.................70
2.1 Η Θεολογία της Κ.Δ. ως ανεξάρτητος επιστημονικός κλάδος.....................71
2.2 Ασυνέχεια και συνέχεια των παραδόσεων και θεολογία της Κ.Δ................77
2.3 Ποικιλομορφία και ενότητα στην Θεολογία της Κ.Δ....................................83
ΜΕΡΟΣ Α ́. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΥΛΕΙΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ........................93
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις...........................................................................95
2. Η θεολογία των πρωτοπαύλειων επιστολών...........................................103
2.1 Οι παράγοντες διαμόρφωσης της θεολογικής σκέψης του Παύλου..............104
2.2 Ο κύριος άξονας της θεολογίας του Παύλου.................................................107
2.3 Η Α ́ προς Θεσσαλονικείς επιστολή..............................................................110
2.4 Η Α ́ προς Κορινθίους επιστολή...................................................................119
2.5 Η Β ́ προς Κορινθίους επιστολή...................................................................161
2.6 Η προς Γαλάτας επιστολή............................................................................236
2.7 Η προς Φιλιππησίους επιστολή...................................................................298
2.8 Η προς Ρωμαίους επιστολή.........................................................................312
3. Η θεολογία των δευτεροπαύλειων επιστολών........................................459
3.1 Η προς Κολοσσαείς επιστολή......................................................................460
3.2 Η προς Εφεσίους επιστολή..........................................................................468
3.3 Η Β ́ προς Θεσσαλονικείς επιστολή.............................................................475
3.4 Οι ποιμαντικές επιστολές.............................................................................478
4. Η θεολογική εικόνα του Παύλου στις Πράξεις των Αποστόλων.........485
ΜΕΡΟΣ Β ́. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΕΙΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ
Η θεολογία του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου και
των Α ́, Β ́ και Γ ́ Καθολικών Επιστολών του Ιωάννη................................489
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.......................................................................491
2. Ο Θεός............................................................................................................495
- 2.1 Ο Θεός ως Πατέρας.....................................................................................496
- 2.2 Ο Θεός και η κοινή δράση του με τον Υιό....................................................501
- 2.3 Ο Θεός ως φως, αγάπη και πνεύμα.............................................................507
- 2.4 Ο Θεός στις επιστολές του Ιωάννη..............................................................509
3.1 3.2 3.3 3.4 3.5 3.6
Η προΰπαρξη και ενανθρώπιση του Υιού του Θεού...................................513
Ο Υιός, ο απεσταλμένος από τον Πατέρα....................................................525
Η ταυτότητα του Υιού...................................................................................529
αυτοαποκάλυψη του Υιού. Οι «ἐγώ εἰμί» εκφράσεις...............................559
Ο θάνατος, η ανάσταση και η εξύψωση και ο δοξασμός του Ιησού............567
Η επιστροφή του Υιού-Ιησού στον Θεό - Πατέρα και η δεύτερη
έλευσή του....................................................................................................582
4. Το Άγιο Πνεύμα - ο Παράκλητος...............................................................585
4.1 Το Άγιο Πνεύμα............................................................................................587
4.2 Ο Παράκλητος..............................................................................................597
5. Ο άνθρωπος...................................................................................................609
5.1 Απόλυτος προορισμός και ελευθερία βούλησης του ανθρώπου..................610
5.2 Πίστη και απιστία..........................................................................................619
5.3 Βάπτισμα και Ευχαριστία..............................................................................632
5.4 Η έμπρακτη αγάπη.......................................................................................642
6. Η διδασκαλία για τα έσχατα........................................................................663
Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α .......................................................................................................673
Ευρετήριο ονομάτων και πραγμάτων............................................................727
Πίνακας χωρίων της Αγίας Γραφής................................................................735
Κριτικές αναγνώσεις των βιβλικών κειμένων. Ερευνητικές επισκέψεις σε βιβλικά τοπία
ΤΟΜΟΣ Β΄,
Βιβλική Βιβλιοθήκη 47, Εκδόσεις Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010
σελ. 222
ΤΟΜΟΣ Β΄,
Βιβλική Βιβλιοθήκη 47, Εκδόσεις Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010
σελ. 222
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Η παραινετική χρήση των στοιχείων της φύσης στη Β΄ Πέτρου ως παράδειγμασυνάντησης του χριστιανισμού με την ελληνική σκέψη
2. Yπάρχει αντισημιτισμός στην A΄ Θεσσαλονικείς 2,14-16;
3. Ο απ. Παύλος και το ζήτημα της δουλείας (Α΄ Κορ 7,20-21)
4. H διήγηση για τον βασιλιά Άβγαρο και τον Iησού
Κριτικές αναγνώσεις των βιβλικών κειμένων. Ερευνητικές επισκέψεις σε βιβλικά τοπία
ΤΟΜΟΣ Α΄,
Βιβλική Βιβλιοθήκη 46, Εκδόσεις Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2010
σελ. 418
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. H κοινωνική διαστρωμάτωση της χριστιανικής κοινότητας σύμφωνα με το κατά Λουκάν Eυαγγέλιο
2. Ο χορτασμός των πέντε χιλιάδων (Mτ 14,13-21· Mκ 6,34-44· Λκ 9,10-17· Iω 6,1- 14). Μια φουνταμενταλιστική ερμηνευτική προσέγγιση
3. Οι ηθικές προτροπές για τον πλούτο και τους πλούσιους στο Α΄ Τιμ 6 και η καινοδιαθηκική ηθική
4. Η φεμινιστική ερμηνεία της προς Εφεσίους επιστολής
5. Εσχατολογικοί «τόποι» στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και τον Απόστολο Παύλο
6. Η δικαιοσύνη Θεού και ο άνθρωπος. Σκιαγράφηση ενός τρόπου σωτηρίας κατά την παύλεια θεολογία
7. Ανιχνεύοντας το αίτημα της ενότητας στην παύλεια εκκλησιολογία. Από την αντίθεση στη σύνθεση [Ρωμ 11,(16)17-24]
8. Η «ἐκλεκτή κυρία» στο Β´ Ιω 1. Η αντί-γλώσσα της επιστολής και οι εκκλησιολογικές της προεκτάσεις
9. Οι εσχατολογικές αναφορές της Β΄ προς Θεσσαλονικείς επιστολής και των επιστολών του Ιωάννη για τον «υἱὸ τῆς ἀνομίας» και τον «ἀντίχριστο» [Διακειμενική προσέγγιση],
10. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας τον απ. Παύλο ως προς το θέμα της δουλείας
1. H κοινωνική διαστρωμάτωση της χριστιανικής κοινότητας σύμφωνα με το κατά Λουκάν Eυαγγέλιο
2. Ο χορτασμός των πέντε χιλιάδων (Mτ 14,13-21· Mκ 6,34-44· Λκ 9,10-17· Iω 6,1- 14). Μια φουνταμενταλιστική ερμηνευτική προσέγγιση
3. Οι ηθικές προτροπές για τον πλούτο και τους πλούσιους στο Α΄ Τιμ 6 και η καινοδιαθηκική ηθική
4. Η φεμινιστική ερμηνεία της προς Εφεσίους επιστολής
5. Εσχατολογικοί «τόποι» στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και τον Απόστολο Παύλο
6. Η δικαιοσύνη Θεού και ο άνθρωπος. Σκιαγράφηση ενός τρόπου σωτηρίας κατά την παύλεια θεολογία
7. Ανιχνεύοντας το αίτημα της ενότητας στην παύλεια εκκλησιολογία. Από την αντίθεση στη σύνθεση [Ρωμ 11,(16)17-24]
8. Η «ἐκλεκτή κυρία» στο Β´ Ιω 1. Η αντί-γλώσσα της επιστολής και οι εκκλησιολογικές της προεκτάσεις
9. Οι εσχατολογικές αναφορές της Β΄ προς Θεσσαλονικείς επιστολής και των επιστολών του Ιωάννη για τον «υἱὸ τῆς ἀνομίας» και τον «ἀντίχριστο» [Διακειμενική προσέγγιση],
10. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας τον απ. Παύλο ως προς το θέμα της δουλείας
Η εσχατολογία στην Β΄ Επιστολή Πέτρου
Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2005
σελ. 349
Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2005
σελ. 349
Στην παρούσα μελέτη ερευνάται η φύση της εσχατολογίας της Β ́ Πέτρου και ο βαθμός συμβολής της ελληνικής και ρωμαϊκής σκέψης στη διαμόρφωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της. Εξετάζεται επίσης, αν οι παραπάνω δύο παράγοντες μπορούν να βοηθήσουν τον ενδιαφερόμενο στον εντοπισμό των ιδιαίτερων θρησκευτικών χαρακτηριστικών των αποδεκτών της επιστολής και της κοινότητάς των. Ως ερευνητικά εργαλεία χρησιμοποιούνται η ιστορικοκριτική και η ρητορική μέθοδοι ανάλυσης των κειμένων. Από την όλη έρευνα προκύπτουν τα παρακάτω:
Η εσχατολογία αναπτύσσεται στην επιστολή εξαιτίας της εμφάνισης στην κοινότητα χριστιανών, οι οποίοι αμφισβητούσαν τον ερχομό του Κυρίου, την πρόνοια του Θεού για τον κόσμο και την εξάρτηση του κόσμου από τον δημιουργό Θεό. Αφορμή για την προβολή της θέσης αυτής αποτέλεσε η καθυστέρηση της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου. Αυτή θεωρήθηκε σαν απόδειξη ότι ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για τον κόσμο. Η παραπάνω άποψη, όπως αυτή παρατίθεται στο Β ́Πε 3,4, περιγράφει μια πολύ χαλαρή σχέση Θεού-κόσμου. Τα επιχειρήματα μάλιστα που προβάλλονται περιέχουν στοιχεία ιουδαϊκά, χριστιανικά και εθνικά. Σχετίζονται ιδιαίτερα με φιλοσοφικές θέσεις, κυρίως επικούρειες, οι οποίες ήταν ευρέως διαδομένες και εκλαϊκευμένα διατυπωμένες στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο συγγραφέας της επιστολής, για να αντιμετωπίσει τους χριστιανούς-αντιπάλους του, αναπτύσσει στο τρίτο κεφάλαιο της επιστολής την «ορθόδοξη» χριστιανική θέση. Εκεί περιγράφει την χριστιανική πίστη χρησιμοποιώντας και εθνικά επιχειρήματα. Αυτό φαίνεται τόσο στην μορφή της επιχειρηματολογίας του όσο και στο περιεχόμενό της. ∆εν διστάζει να χρησιμοποιήσει κατά τρόπο εκλαϊκευμένο τη ρητορική τέχνη, καθώς και την ελληνική και ρωμαϊκή φιλοσοφία. Αυτό δεν τον εμποδίζει να αναφέρει και επιχειρήματα από την Π.∆., την υπόλοιπη ιουδαϊκή γραμματεία και τη χριστιανική διδασκαλία των πρώτων αιώνων. Η όλη παρουσία του φανερώνει μια χριστιανική προσωπικότητα, η οποία με σθένος υποστηρίζει την πίστη και την διδασκαλία των αποστόλων και των αποθανόντων πατέρων. Η υπεράσπιση όμως αυτή δεν είναι μόνο παραδοσιακή αλλά σύγχρονη, πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα. Συγκεκριμένα:
Υποστηρίζει ότι ο κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού, συνδέεται στενά με τον ∆ημιουργό του και εξαρτάται από Αυτόν. Η διακοπή της σχέσης του φθαρτού κόσμου με τον Θεό έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή του. Επομένως για τον συγγραφέα δεν ευσταθεί η θέση των αντιπάλων του περί αφθαρσίας του κόσμου. Υποστηρίζει ότι ο κόσμος θα καταστραφεί με τη φωτιά, όπως παλαιότερα καταστράφηκε με το νερό (κατακλυσμός). Αναφέρεται, δηλαδή, σε δύο στοιχεία, το νερό και τη φωτιά, τα οποία
σε όλες τις παραπάνω παραδόσεις θεωρούνται ως πηγές δημιουργίας αλλά και καταστροφής. Περισσότερο αναφέρεται στη μελλοντική καταστροφή του κόσμου με τη φωτιά, την οποία περιγράφει χρησιμοποιώντας, κυρίως, την οικεία στους αναγνώστες του γλώσσα της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας. Αναφέρεται π.χ. άμεσα στα γνωστά από τους προσωκρατικούς «στοιχεία» και έμμεσα στη στωική εκπύρωση.
Παράλληλα, τους υπενθυμίζει την καταλυτική και ζωοδοτική παρουσία του Θεού και τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ Θεού και κόσμου, η οποία τονίζεται ιδιαίτερα στην ιουδαϊκή και τη χριστιανική παράδοση.
Η απόλυτη υπεροχή του Θεού επισημαίνεται από τον συγγραφέα και σε σχέση με τον χρόνο. Το επιχείρημα των αντιπάλων του ότι η Παρουσία δεν θα έλθει, επειδή άργησε δραματικά, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει, κατά τον συγγραφέα, το συμπέρασμα ότι ο κόσμος είναι άφθαρτος και ότι ο Θεός δεν ενδιαφέρεται ή δεν έχει καμιά σχέση με αυτόν. Ο Θεός, γι’ αυτόν, δεν είναι δυνατόν να υπαχθεί στον χρόνο, γιατί ως δημιουργός του χρόνου είναι υπεράνω αυτού. Για να πείσει μάλιστα τους αναγνώστες του ο συγγραφέας προτιμά εδώ να αντλήσει τα επιχειρήματά του ευθέως από την παλαιοδιαθηκική παράδοση. Αυτήν όμως την διαμορφώνει κατάλληλα για να συμπεριλάβει και τις αντιλήψεις για την υπεροχή του θείου επί του χρόνου, οι οποίες ήταν διαδεδομένες μεταξύ των εθνικών, όπως π.χ. του Πλουτάρχου. Έτσι η θέση κατανοείται καλύτερα από εκείνους τους αποδέκτες της επιστολής, οι οποίοι ήταν πρώην εθνικοί.
Ο συγγραφέας, για να τονίσει ακόμη περισσότερο την απόλυτη υπεροχή του Θεού, χρησιμοποιεί την ιουδαϊκή και χριστιανική αντίληψη περί της εσχατολογικής εμφάνισης του Κυρίου ( ), το αιφνίδιο της οποίας τονίζεται ιδιαίτερα στην Κ.∆. Αυτή την αντίληψη τη συνδυάζει με την προτροπή για συνεχή εγρήγορση των πιστών. Ο Κύριος, ως κυρίαρχος όλων, αποφασίζει πότε θα επανέλθει, οπότε και οι πιστοί πρέπει κατά την Παρουσία να είναι έτοιμοι, ώστε ... (Β ́Πε 3,14).
Η ανάπτυξη της "ορθόδοξης" πίστης από τον συγγραφέα κορυφώνεται, όταν αυτός αναφέρεται στην μακροθυμία του Θεού (Β ́Πε 3,9). Συγκεκριμένα τονίζει ότι ο Κύριος θα έλθει, αλλά, επειδή είναι μακρόθυμος, καθυστερεί την έλευσή του, για να δώσει την ευκαιρία της σωτηρίας σε όλους. Είναι η πρώτη φορά που σε κείμενο της Κ.∆. διατυπώνεται με τόσο εύστοχο τρόπο η θεολογική θέση περί μακροθυμίας του Θεού. Με την αναφορά του σε αυτή ο συγγραφέας, λύνει ένα δύσκολο θεολογικό πρόβλημα που ανέκυψε και που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες, αν παρέμενε άλυτο. Παράλληλα ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο την πίστη της χριστιανικής κοινότητας στην παρουσία του Θεού στον κόσμο και στην απόλυτη κυριαρχία του σε αυτόν.
Ταυτόχρονα ο συγγραφέας απαντά με τρόπο αφοπλιστικό στους αντιπάλους του και στο γεμάτο αμφισβήτηση ερώτημα τους: ; Η στάση του αυτή είναι ταυτόχρονα «αντιαιρετική» και «απολογητική».
Την επιχειρηματολογία του ολοκληρώνει ο συγγραφέας αναφερόμενος ενσυνείδητα και κατά τρόπο περιεκτικό στην καταστροφή του κόσμου και την εμφάνιση του νέου. Ακριβέστερα προβάλλει την πίστη της εκκλησίας στην εσχατολογική αναμόρφωση της κτίσης από τον Θεό. Και εδώ πρώτιστα ενδιαφέρεται να αντικρούσει τους αντιπάλους και να τονίσει ότι ο Θεός δεν εγκατέλειψε την κτίση του. Για την καταστροφή του κόσμου χρησιμοποιεί εξωβιβλική γλώσσα και μοτίβα.
Επικαλείται επίσης, την ευρέως μαρτυρούμενη στην ιουδαϊκή και την χριστιανική παράδοση φράση περί καινής κτίσης και την έννοια της δικαιοσύνης, που απαντά σε όλες τις παραπάνω αναφερθείσες παραδόσεις. Αυτή τελικά κατά τον συγγραφέα, θα επικρατήσει στον καινό κόσμο.
Από την ανάλυση της επιστολής διαπιστώνεται επίσης ότι αυτή συντάσσεται σε μια εποχή κατά τη οποία, μεταξύ άλλων, επικρατεί, λόγω της ρωμαϊκής κυριαρχίας, πολιτική και στρατιωτική σταθερότητα, ειρήνη, συνύπαρξη λαών, θρησκειών και φιλοσοφικών συστημάτων. Στην εργασία παρατίθενται οι αντιλήψεις, οι οποίες ήταν ευρέως διαδεδομένες σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια, και αναφέρονταν π.χ. στη γένεση και τη φθορά του κόσμου, στο πυρ, στην αποδόμηση και αναδόμηση του κόσμου μέσω της εκπύρωσης, στην λειτουργία των τεσσάρων στοιχείων κατά την κοσμολογική διαδικασία και στην κατάσταση του κόσμου μετά την εκπύρωση. Eπιπλέον επισημαίνεται ότι αυτές ήταν διάσπαρτες σε ποιητικά, φιλοσοφικά, ιστορικά και θρησκευτικά κείμενα και έτσι επηρέαζαν ομάδες με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο και εθνικότητα. Ήταν, λοιπόν, αναπόφευκτο οι ιδέες αυτές να διαδοθούν και να επηρεάσουν και τους πρώτους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Αυτός είναι και ο λόγος που στην Β ́Πε διάφορες χριστιανικές θέσεις χρωματίζονται εθνικά. Αυτό φαίνεται ακόμη και στις θέσεις των αντιπάλων του συγγραφέα της επιστολής. Αυτοί εξακολουθούν να είναι χριστιανοί, αν και ο συγγραφέας της επιστολής τους αποκαλεί ψευδοδιδάσκαλους και οι θέσεις, καθώς και ένα μεγάλο μέρος της παιδεία τους, δεν είναι χριστιανικές.
Οι θέσεις αυτές των αντιπάλων επηρέασαν τους χριστιανούς της συγκεκριμένης κοινότητας και κατέστησαν ορατό τον κίνδυνο να αλλοιωθεί η χριστιανική διδασκαλία. Τη σοβαρότητα της κατάστασης μας αποδεικνύει το γεγονός ότι ο συγγραφέας της επιστολής αφιερώνει τα δύο από τα τρία κεφάλαιά της για να αντιμετωπίσει την απειλή αυτή. Όλα αυτά φανερώνουν ότι οι πιστοί έπρεπε να ήταν εξοικειωμένοι με τον φιλοσοφικό τρόπο σκέψης και δεν είχαν τον παραμικρό ενδοιασμό να προσεγγίσουν
το χριστιανικό μήνυμα και με τη βοήθεια της φιλοσοφίας. Επομένως, την κοινότητα θα πρέπει ν’ αποτελούσαν, κυρίως, πρώην εθνικοί και πρώην ελληνιστές Ιουδαίοι.
Από την έρευνα συνάγεται, επίσης, ότι και ο συγγραφέας πρέπει να ανήκει σε μια από τις παραπάνω αναφερθείσες ομάδες των χριστιανών. Σε πολλά σημεία διαπιστώνεται η εθνική του παιδεία, η οποία τον βοηθά να χρησιμοποιεί με ευχέρεια επιχειρήματα των φιλοσοφικών σχολών, όπως πλατωνικών και στωικών, που ήσαν αντίπαλοι του Κήπου. Βέβαια οι διάφορες θύραθεν ιδέες δεν επαναλαμβάνονται και δεν υιοθετούνται, όπως είναι, δηλαδή, χωρίς καμία προσαρμογή. Αντίθετα υπάρχει μια επιστράτευση των αντιλήψεων αυτών για να αντιμετωπισθούν οι αιρετικοί χριστιανοί με θύραθεν απόψεις. Mε αυτές υποστηρίζονται χριστιανικές θέσεις που έχουν και διατηρούν παράλληλα το παλαιοδιαθηκικό και εξωβιβλικό ιουδαϊκό περιεχόμενό τους. Oυσιαστικά οι ελληνορωμαϊκές φιλοσοφικές και άλλες αντιλήψεις θα πρέπει να υιοθετήθηκαν και να χρησιμοποιήθηκαν από τον συγγραφέα της επιστολής, για να καταστεί δυνατόν τα χριστιανικά πιστεύω να γίνουν κατανοητά και πιστευτά από χριστιανούς που ενηλικιώθηκαν πνευματικά με θύραθεν ιδέες. Ήταν ένα θαρραλέο εγχείρημα, το οποίο τελικά απέδωσε καρπούς. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι και άλλοι μεταγενέστεροι χριστιανοί συγγραφείς, οι Απολογητές, ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Ακόμη, οι θέσεις των αντιπάλων, η στάση των πιστών και οι θέσεις του συγγραφέα φανερώνουν και τα πνευματικά ενδιαφέροντα των μελών της κοινότητας. Αυτά δεν ασχολούνται με θέματα που απασχόλησαν έντονα τους πρώτους χριστιανούς, όπως, αν ό άνθρωπος σώζεται με την χάρη του Κυρίου ή με τα έργα του Νόμου. Αντίθετα το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται σε θέματα σχετικά με την αυθεντία των αποστόλων και της εκκλησιαστικής παράδοσης, με τη δυνατότητα ή μη μετοχής του ανθρώπου στη θεϊκή φύση, με την καθυστέρηση του ερχομού του Κυρίου, την καταστροφή του κόσμου και την μακροθυμία του Θεού.
Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι όλα, η γλώσσα της επιστολής, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται σε αυτή και ο τρόπος προσέγγισης των θεολογικών προβλημάτων φανερώνουν μια κοινότητα χριστιανών που διατυπώνουν τις απόψεις τους με τρόπο που δείχνει τη θέλησή τους να επικοινωνήσουν όχι μόνον μεταξύ τους αλλά και με τα μέλη των άλλων μη χριστιανικών κοινοτήτων. Ενδιαφέρονται να περιχαρακώσουν την πίστη της, αλλά παράλληλα να την προβάλλουν με νέο τρόπο και να είναι κατανοητή από τον περίγυρό τους, δηλαδή να έχει οικουμενική διάσταση. Αποτελούν ουσιαστικά μέλη μιας κοινότητας που αυτοελέγχεται και αυτοπροσδιορίζεται και ταυτόχρονα απολογείται έμμεσα προς τον έξω κόσμο.
Τέλος, διαπιστώνεται σε πολλά σημεία της μελέτης μας ο κοινός τρόπος σκέψης του συγγραφέα της επιστολής, των μελών της κοινότητας της Β ́Πε, των Αποστολικών Πατέρων και των Απολογητών. Αυτό ενισχύει τον ισχυρισμό ότι ο συγγραφέας και οι πιστοί της Β ́ Πε αποτελούν μέλη προδρομικών κοινοτήτων, που προηγούνται και εμπνέουν με τις θέσεις τους άλλες χριστιανικές κοινότητες, στις οποίες ανήκουν οι Αποστολικοί Πατέρες και οι Απολογητές. Ιδιαίτερα οι Απολογητές χρησιμοποίησαν περισσότερο τον φιλοσοφικό τρόπο έκθεσης του χριστιανικού κηρύγματος. Αυτοί με υπερηφάνεια θεωρούν την χριστιανική πίστη ως φιλοσοφία και στρέφουν την απολογητική τους προς τα έξω, προς τους εθνικούς. Αντίθετα ο συγγραφέας της B ́ Πε απευθύνει την απολογία του στο εσωτερικό της κοινότητας, όπου εμφανίζεται το πρόβλημα.
Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι η αρνητική θέση για τη γνώση και τη φιλοσοφία που υπάρχει στα κείμενα της K. ∆. διατηρείται στη χριστιανική κοινότητα των αποστολικών χρόνων και αποτυπώνεται στα κείμενα των Αποστολικών Πατέρων. Tα παραπάνω επιβεβαιώνουν τις δύο αντιλήψεις που υπήρχαν για την θύραθεν παιδεία στο Xριστιανισμό της εποχής των Aποστολικών Πατέρων και των Aπολογητών. ∆είχνουν επίσης ότι η θετική ή αρνητική τοποθέτηση των χριστιανών απέναντι στη φιλοσοφία δεν πρέπει να εμφανίστηκε από τους αποστολικούς χρόνους και έπειτα, αλλά ότι αυτή έχει τις ρίζες της στα χριστιανικά εκείνα κείμενα, τα οποία αργότερα συμπεριλήφθηκαν στον Kανόνα των βιβλίων της K. ∆ιαθήκης. Μέσα σε αυτά περιλαμβάνεται και η B ́ Eπιστολή Πέτρου.
Η εσχατολογία αναπτύσσεται στην επιστολή εξαιτίας της εμφάνισης στην κοινότητα χριστιανών, οι οποίοι αμφισβητούσαν τον ερχομό του Κυρίου, την πρόνοια του Θεού για τον κόσμο και την εξάρτηση του κόσμου από τον δημιουργό Θεό. Αφορμή για την προβολή της θέσης αυτής αποτέλεσε η καθυστέρηση της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου. Αυτή θεωρήθηκε σαν απόδειξη ότι ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για τον κόσμο. Η παραπάνω άποψη, όπως αυτή παρατίθεται στο Β ́Πε 3,4, περιγράφει μια πολύ χαλαρή σχέση Θεού-κόσμου. Τα επιχειρήματα μάλιστα που προβάλλονται περιέχουν στοιχεία ιουδαϊκά, χριστιανικά και εθνικά. Σχετίζονται ιδιαίτερα με φιλοσοφικές θέσεις, κυρίως επικούρειες, οι οποίες ήταν ευρέως διαδομένες και εκλαϊκευμένα διατυπωμένες στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο συγγραφέας της επιστολής, για να αντιμετωπίσει τους χριστιανούς-αντιπάλους του, αναπτύσσει στο τρίτο κεφάλαιο της επιστολής την «ορθόδοξη» χριστιανική θέση. Εκεί περιγράφει την χριστιανική πίστη χρησιμοποιώντας και εθνικά επιχειρήματα. Αυτό φαίνεται τόσο στην μορφή της επιχειρηματολογίας του όσο και στο περιεχόμενό της. ∆εν διστάζει να χρησιμοποιήσει κατά τρόπο εκλαϊκευμένο τη ρητορική τέχνη, καθώς και την ελληνική και ρωμαϊκή φιλοσοφία. Αυτό δεν τον εμποδίζει να αναφέρει και επιχειρήματα από την Π.∆., την υπόλοιπη ιουδαϊκή γραμματεία και τη χριστιανική διδασκαλία των πρώτων αιώνων. Η όλη παρουσία του φανερώνει μια χριστιανική προσωπικότητα, η οποία με σθένος υποστηρίζει την πίστη και την διδασκαλία των αποστόλων και των αποθανόντων πατέρων. Η υπεράσπιση όμως αυτή δεν είναι μόνο παραδοσιακή αλλά σύγχρονη, πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα. Συγκεκριμένα:
Υποστηρίζει ότι ο κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού, συνδέεται στενά με τον ∆ημιουργό του και εξαρτάται από Αυτόν. Η διακοπή της σχέσης του φθαρτού κόσμου με τον Θεό έχει σαν αποτέλεσμα την καταστροφή του. Επομένως για τον συγγραφέα δεν ευσταθεί η θέση των αντιπάλων του περί αφθαρσίας του κόσμου. Υποστηρίζει ότι ο κόσμος θα καταστραφεί με τη φωτιά, όπως παλαιότερα καταστράφηκε με το νερό (κατακλυσμός). Αναφέρεται, δηλαδή, σε δύο στοιχεία, το νερό και τη φωτιά, τα οποία
σε όλες τις παραπάνω παραδόσεις θεωρούνται ως πηγές δημιουργίας αλλά και καταστροφής. Περισσότερο αναφέρεται στη μελλοντική καταστροφή του κόσμου με τη φωτιά, την οποία περιγράφει χρησιμοποιώντας, κυρίως, την οικεία στους αναγνώστες του γλώσσα της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας. Αναφέρεται π.χ. άμεσα στα γνωστά από τους προσωκρατικούς «στοιχεία» και έμμεσα στη στωική εκπύρωση.
Παράλληλα, τους υπενθυμίζει την καταλυτική και ζωοδοτική παρουσία του Θεού και τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ Θεού και κόσμου, η οποία τονίζεται ιδιαίτερα στην ιουδαϊκή και τη χριστιανική παράδοση.
Η απόλυτη υπεροχή του Θεού επισημαίνεται από τον συγγραφέα και σε σχέση με τον χρόνο. Το επιχείρημα των αντιπάλων του ότι η Παρουσία δεν θα έλθει, επειδή άργησε δραματικά, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει, κατά τον συγγραφέα, το συμπέρασμα ότι ο κόσμος είναι άφθαρτος και ότι ο Θεός δεν ενδιαφέρεται ή δεν έχει καμιά σχέση με αυτόν. Ο Θεός, γι’ αυτόν, δεν είναι δυνατόν να υπαχθεί στον χρόνο, γιατί ως δημιουργός του χρόνου είναι υπεράνω αυτού. Για να πείσει μάλιστα τους αναγνώστες του ο συγγραφέας προτιμά εδώ να αντλήσει τα επιχειρήματά του ευθέως από την παλαιοδιαθηκική παράδοση. Αυτήν όμως την διαμορφώνει κατάλληλα για να συμπεριλάβει και τις αντιλήψεις για την υπεροχή του θείου επί του χρόνου, οι οποίες ήταν διαδεδομένες μεταξύ των εθνικών, όπως π.χ. του Πλουτάρχου. Έτσι η θέση κατανοείται καλύτερα από εκείνους τους αποδέκτες της επιστολής, οι οποίοι ήταν πρώην εθνικοί.
Ο συγγραφέας, για να τονίσει ακόμη περισσότερο την απόλυτη υπεροχή του Θεού, χρησιμοποιεί την ιουδαϊκή και χριστιανική αντίληψη περί της εσχατολογικής εμφάνισης του Κυρίου ( ), το αιφνίδιο της οποίας τονίζεται ιδιαίτερα στην Κ.∆. Αυτή την αντίληψη τη συνδυάζει με την προτροπή για συνεχή εγρήγορση των πιστών. Ο Κύριος, ως κυρίαρχος όλων, αποφασίζει πότε θα επανέλθει, οπότε και οι πιστοί πρέπει κατά την Παρουσία να είναι έτοιμοι, ώστε ... (Β ́Πε 3,14).
Η ανάπτυξη της "ορθόδοξης" πίστης από τον συγγραφέα κορυφώνεται, όταν αυτός αναφέρεται στην μακροθυμία του Θεού (Β ́Πε 3,9). Συγκεκριμένα τονίζει ότι ο Κύριος θα έλθει, αλλά, επειδή είναι μακρόθυμος, καθυστερεί την έλευσή του, για να δώσει την ευκαιρία της σωτηρίας σε όλους. Είναι η πρώτη φορά που σε κείμενο της Κ.∆. διατυπώνεται με τόσο εύστοχο τρόπο η θεολογική θέση περί μακροθυμίας του Θεού. Με την αναφορά του σε αυτή ο συγγραφέας, λύνει ένα δύσκολο θεολογικό πρόβλημα που ανέκυψε και που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες, αν παρέμενε άλυτο. Παράλληλα ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο την πίστη της χριστιανικής κοινότητας στην παρουσία του Θεού στον κόσμο και στην απόλυτη κυριαρχία του σε αυτόν.
Ταυτόχρονα ο συγγραφέας απαντά με τρόπο αφοπλιστικό στους αντιπάλους του και στο γεμάτο αμφισβήτηση ερώτημα τους: ; Η στάση του αυτή είναι ταυτόχρονα «αντιαιρετική» και «απολογητική».
Την επιχειρηματολογία του ολοκληρώνει ο συγγραφέας αναφερόμενος ενσυνείδητα και κατά τρόπο περιεκτικό στην καταστροφή του κόσμου και την εμφάνιση του νέου. Ακριβέστερα προβάλλει την πίστη της εκκλησίας στην εσχατολογική αναμόρφωση της κτίσης από τον Θεό. Και εδώ πρώτιστα ενδιαφέρεται να αντικρούσει τους αντιπάλους και να τονίσει ότι ο Θεός δεν εγκατέλειψε την κτίση του. Για την καταστροφή του κόσμου χρησιμοποιεί εξωβιβλική γλώσσα και μοτίβα.
Επικαλείται επίσης, την ευρέως μαρτυρούμενη στην ιουδαϊκή και την χριστιανική παράδοση φράση περί καινής κτίσης και την έννοια της δικαιοσύνης, που απαντά σε όλες τις παραπάνω αναφερθείσες παραδόσεις. Αυτή τελικά κατά τον συγγραφέα, θα επικρατήσει στον καινό κόσμο.
Από την ανάλυση της επιστολής διαπιστώνεται επίσης ότι αυτή συντάσσεται σε μια εποχή κατά τη οποία, μεταξύ άλλων, επικρατεί, λόγω της ρωμαϊκής κυριαρχίας, πολιτική και στρατιωτική σταθερότητα, ειρήνη, συνύπαρξη λαών, θρησκειών και φιλοσοφικών συστημάτων. Στην εργασία παρατίθενται οι αντιλήψεις, οι οποίες ήταν ευρέως διαδεδομένες σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια, και αναφέρονταν π.χ. στη γένεση και τη φθορά του κόσμου, στο πυρ, στην αποδόμηση και αναδόμηση του κόσμου μέσω της εκπύρωσης, στην λειτουργία των τεσσάρων στοιχείων κατά την κοσμολογική διαδικασία και στην κατάσταση του κόσμου μετά την εκπύρωση. Eπιπλέον επισημαίνεται ότι αυτές ήταν διάσπαρτες σε ποιητικά, φιλοσοφικά, ιστορικά και θρησκευτικά κείμενα και έτσι επηρέαζαν ομάδες με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο και εθνικότητα. Ήταν, λοιπόν, αναπόφευκτο οι ιδέες αυτές να διαδοθούν και να επηρεάσουν και τους πρώτους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Αυτός είναι και ο λόγος που στην Β ́Πε διάφορες χριστιανικές θέσεις χρωματίζονται εθνικά. Αυτό φαίνεται ακόμη και στις θέσεις των αντιπάλων του συγγραφέα της επιστολής. Αυτοί εξακολουθούν να είναι χριστιανοί, αν και ο συγγραφέας της επιστολής τους αποκαλεί ψευδοδιδάσκαλους και οι θέσεις, καθώς και ένα μεγάλο μέρος της παιδεία τους, δεν είναι χριστιανικές.
Οι θέσεις αυτές των αντιπάλων επηρέασαν τους χριστιανούς της συγκεκριμένης κοινότητας και κατέστησαν ορατό τον κίνδυνο να αλλοιωθεί η χριστιανική διδασκαλία. Τη σοβαρότητα της κατάστασης μας αποδεικνύει το γεγονός ότι ο συγγραφέας της επιστολής αφιερώνει τα δύο από τα τρία κεφάλαιά της για να αντιμετωπίσει την απειλή αυτή. Όλα αυτά φανερώνουν ότι οι πιστοί έπρεπε να ήταν εξοικειωμένοι με τον φιλοσοφικό τρόπο σκέψης και δεν είχαν τον παραμικρό ενδοιασμό να προσεγγίσουν
το χριστιανικό μήνυμα και με τη βοήθεια της φιλοσοφίας. Επομένως, την κοινότητα θα πρέπει ν’ αποτελούσαν, κυρίως, πρώην εθνικοί και πρώην ελληνιστές Ιουδαίοι.
Από την έρευνα συνάγεται, επίσης, ότι και ο συγγραφέας πρέπει να ανήκει σε μια από τις παραπάνω αναφερθείσες ομάδες των χριστιανών. Σε πολλά σημεία διαπιστώνεται η εθνική του παιδεία, η οποία τον βοηθά να χρησιμοποιεί με ευχέρεια επιχειρήματα των φιλοσοφικών σχολών, όπως πλατωνικών και στωικών, που ήσαν αντίπαλοι του Κήπου. Βέβαια οι διάφορες θύραθεν ιδέες δεν επαναλαμβάνονται και δεν υιοθετούνται, όπως είναι, δηλαδή, χωρίς καμία προσαρμογή. Αντίθετα υπάρχει μια επιστράτευση των αντιλήψεων αυτών για να αντιμετωπισθούν οι αιρετικοί χριστιανοί με θύραθεν απόψεις. Mε αυτές υποστηρίζονται χριστιανικές θέσεις που έχουν και διατηρούν παράλληλα το παλαιοδιαθηκικό και εξωβιβλικό ιουδαϊκό περιεχόμενό τους. Oυσιαστικά οι ελληνορωμαϊκές φιλοσοφικές και άλλες αντιλήψεις θα πρέπει να υιοθετήθηκαν και να χρησιμοποιήθηκαν από τον συγγραφέα της επιστολής, για να καταστεί δυνατόν τα χριστιανικά πιστεύω να γίνουν κατανοητά και πιστευτά από χριστιανούς που ενηλικιώθηκαν πνευματικά με θύραθεν ιδέες. Ήταν ένα θαρραλέο εγχείρημα, το οποίο τελικά απέδωσε καρπούς. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι και άλλοι μεταγενέστεροι χριστιανοί συγγραφείς, οι Απολογητές, ακολούθησαν το παράδειγμά του.
Ακόμη, οι θέσεις των αντιπάλων, η στάση των πιστών και οι θέσεις του συγγραφέα φανερώνουν και τα πνευματικά ενδιαφέροντα των μελών της κοινότητας. Αυτά δεν ασχολούνται με θέματα που απασχόλησαν έντονα τους πρώτους χριστιανούς, όπως, αν ό άνθρωπος σώζεται με την χάρη του Κυρίου ή με τα έργα του Νόμου. Αντίθετα το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται σε θέματα σχετικά με την αυθεντία των αποστόλων και της εκκλησιαστικής παράδοσης, με τη δυνατότητα ή μη μετοχής του ανθρώπου στη θεϊκή φύση, με την καθυστέρηση του ερχομού του Κυρίου, την καταστροφή του κόσμου και την μακροθυμία του Θεού.
Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι όλα, η γλώσσα της επιστολής, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται σε αυτή και ο τρόπος προσέγγισης των θεολογικών προβλημάτων φανερώνουν μια κοινότητα χριστιανών που διατυπώνουν τις απόψεις τους με τρόπο που δείχνει τη θέλησή τους να επικοινωνήσουν όχι μόνον μεταξύ τους αλλά και με τα μέλη των άλλων μη χριστιανικών κοινοτήτων. Ενδιαφέρονται να περιχαρακώσουν την πίστη της, αλλά παράλληλα να την προβάλλουν με νέο τρόπο και να είναι κατανοητή από τον περίγυρό τους, δηλαδή να έχει οικουμενική διάσταση. Αποτελούν ουσιαστικά μέλη μιας κοινότητας που αυτοελέγχεται και αυτοπροσδιορίζεται και ταυτόχρονα απολογείται έμμεσα προς τον έξω κόσμο.
Τέλος, διαπιστώνεται σε πολλά σημεία της μελέτης μας ο κοινός τρόπος σκέψης του συγγραφέα της επιστολής, των μελών της κοινότητας της Β ́Πε, των Αποστολικών Πατέρων και των Απολογητών. Αυτό ενισχύει τον ισχυρισμό ότι ο συγγραφέας και οι πιστοί της Β ́ Πε αποτελούν μέλη προδρομικών κοινοτήτων, που προηγούνται και εμπνέουν με τις θέσεις τους άλλες χριστιανικές κοινότητες, στις οποίες ανήκουν οι Αποστολικοί Πατέρες και οι Απολογητές. Ιδιαίτερα οι Απολογητές χρησιμοποίησαν περισσότερο τον φιλοσοφικό τρόπο έκθεσης του χριστιανικού κηρύγματος. Αυτοί με υπερηφάνεια θεωρούν την χριστιανική πίστη ως φιλοσοφία και στρέφουν την απολογητική τους προς τα έξω, προς τους εθνικούς. Αντίθετα ο συγγραφέας της B ́ Πε απευθύνει την απολογία του στο εσωτερικό της κοινότητας, όπου εμφανίζεται το πρόβλημα.
Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι η αρνητική θέση για τη γνώση και τη φιλοσοφία που υπάρχει στα κείμενα της K. ∆. διατηρείται στη χριστιανική κοινότητα των αποστολικών χρόνων και αποτυπώνεται στα κείμενα των Αποστολικών Πατέρων. Tα παραπάνω επιβεβαιώνουν τις δύο αντιλήψεις που υπήρχαν για την θύραθεν παιδεία στο Xριστιανισμό της εποχής των Aποστολικών Πατέρων και των Aπολογητών. ∆είχνουν επίσης ότι η θετική ή αρνητική τοποθέτηση των χριστιανών απέναντι στη φιλοσοφία δεν πρέπει να εμφανίστηκε από τους αποστολικούς χρόνους και έπειτα, αλλά ότι αυτή έχει τις ρίζες της στα χριστιανικά εκείνα κείμενα, τα οποία αργότερα συμπεριλήφθηκαν στον Kανόνα των βιβλίων της K. ∆ιαθήκης. Μέσα σε αυτά περιλαμβάνεται και η B ́ Eπιστολή Πέτρου.
Η έννοια της δόξας στην Παύλεια Θεολογία
Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2000
σελ. 700
Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2000
σελ. 700
Αντικείμενο της διατριβής αποτελεί η εξέταση της πολυποίκιλης χρήσης της έννοιας της δόξας στις επιστολές του Παύλου. H διερεύνηση του σημασιολογικού αυτού πλούτου της δόξας βοηθά να διαπιστωθεί κατά πόσο ισχύει η σύγχρονη τάση, που υποστηρίζει ότι η θεολογία του Παύλου, τουλάχιστον σ' ορισμένες πτυχές της και από επιστολή σε επιστολή, παρουσιάζει διαφοροποιήσεις, δηλαδή εξελίσσεται. H εξέλιξη αυτή θεωρείται από τους υποστηρικτές της άποψης αυτής ότι σχετίζεται με τα διάφορα προβλήματα, τα οποία ανέκυψαν στις κατά τόπους χριστιανικές κοινότητες, και που έπρεπε να λύσει ο Παύλος.
Η έρευνα διεξάγεται στα χωρία εκείνα, στα οποία η έννοια της δόξας σχετίζεται με το σκοπό της μελέτης. Eπίσης η εξέταση του όρου δόξα γίνεται στις επιστολές του Παύλου, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, δηλαδή στις προς Pωμαίους, A', B' Kορινθίους, Γαλάτας, Φιλιππησίους και A' Θεσσαλονικείς. Σ' αυτές προστέθηκαν και οι επιστολές προς Kολοσσαείς και προς Eφεσίους, επειδή η παρουσία της δόξας σ' αυτές είναι σημαντική αλλά οι απόψεις για τη γνησιότητά τους διίστανται.
Ως μέθοδος χρησιμοποιείται πιο πολύ η ιστορικοκριτική μέθοδος έρευνας των κειμένων της Kαινής ∆ιαθήκης. Mε τη βοήθειά της εντάσσεται το κείμενο στο ιστορικό του περιβάλλον και έτσι αποκαλύπτεται η λειτουργία του σ' αυτό. Επίσης, όπου κρίνεται απαραίτητο, χρησιμοποιείται και η μέθοδος της ρητορικής ανάλυσης των κειμένων, καθώς και άλλοι τρόποι-μέθοδοι προσέγγισης των κειμένων, όπως η δομική, η φεμινιστική και η κοινωνιολογική προσέγγιση.
Η έρευνα αρχίζει με μια εισαγωγική αναφορά στην έννοια της δόξας τόσο στην ελληνική γραμματεία όσο και στη βιβλική αποκάλυψη. Kατόπιν, στο κύριο μέρος της εργασίας, πραγματοποιείται μια εκτεταμένη αναφορά στη θεολογική σημασία της δόξας στην Π. ∆ιαθήκη. Στη συνέχεια επιχειρείται η ανάλυση της έννοιας της δόξας στις επιμέρους επιστολές του Παύλου. Στην έρευνα υιοθετείται η εξής χρονολογική σειρά συγγραφής των επιστολών: A' προς Θεσσαλονικείς - A', B' προς Kορινθίους – προς Φιλιππησίους –προς Pωμαίους. Eπίσης εξετάζεται χωριστά η δόξα στις επιστολές προς Kολοσσαείς και προς Eφεσίους, επειδή, όπως είπαμε, η γνησιότητά τους αμφισβητείται. Η εργασία κλείνει με τα τελικά συμπεράσματα.
Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνοπτικά τα σημαντικότερα σημεία, τα οποία προκύπτουν από την ερμηνεία των χωρίων των σχετικών με την έννοια της δόξας.
2
O απόστολος Παύλος, ενδιαφερόμενος να καθοδηγήσει πνευματικά τα μέλη των χριστιανικών κοινοτήτων, να τα βοηθήσει να ξεπεράσουν διάφορα προβλήματα και ν' αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του, χρησιμοποίησε και τον πολυσήμαντο όρο δόξα. Mέσω αυτού ανέπτυξε σημαντικές θεολογικές θέσεις, οι οποίες σχετίζονται με ποικίλα θεολογικά θέματα, όπως είναι η χριστολογία, η ανθρωπολογία και η σωτηριολογία.
O Παύλος παρέλαβε τον όρο δόξα από την παλαιοδιαθηκική, την ιουδαϊκή και την ελληνορωμαϊκή παράδοση. Iδιαίτερα επέδρασαν τα εξής στοιχεία από την παράδοση της Π. ∆ιαθήκης: 1) Η φράση «δόξα Kυρίου» με την οποία περιγράφεται το αποκλειστικό χαρακτηριστικό δράσης του Γιαχβέ στην ιστορία. Εξαίρεση αποτελούν η υποστασιοποιημένη σοφία και ο Mωυσής, που συμμετέχουν στη δόξα του Kυρίου. 2) H προβολή το φωτός, ως του κατεξοχήν χαρακτηριστικού της δόξας Kυρίου, μέσω του οποίου γίνεται αυτή αισθητή από τον άνθρωπο. 3) Οι απόπειρες περιγραφής της δόξας Kυρίου. 4) H θέση περί αδυναμίας θέασης της δόξας Kυρίου από τον άνθρωπο. 5) H λειτουργία της δόξας Kυρίου στις σχέσεις Θεού - ανθρώπου (σωτήρια δόξα, τιμωρός δόξα). 6) O μελλοντικός δοξασμός των ανθρώπων, ο οποίος τονίζεται περισσότερο στην αποκαλυπτική γραμματεία παρά στην Π. ∆ιαθήκη. 7) H χρήση των όρων δόξα, δοξάζω κλπ. στην εξύμνηση του Θεού (δοξολογία).
O Παύλος παρέλαβε τον όρο δόξα, τον ενσωμάτωσε στις επιστολές και του έδωσε νέο θεολογικό περιεχόμενο. Oι λόγοι, που τον οδήγησαν στην επιλογή και χρήση του συγκεκριμένου όρου, είναι: 1) H σημασιολογική ευρύτητα που τον διακρίνει. Mε τον όρο δόξα δόθηκε η δυνατότητα στον Παύλο να περιγράψει τη μεγαλοπρέπεια, τη λαμπρότητα και τη μεγαλειότητα του Θεού και του Xριστού (π.χ. A' Θεσ 2,12· A' Kορ 2,8· B ́ Kορ 4,4.6· Φιλ 3,21· Pωμ 8,29-30), αλλά μερικές φορές και του ανθρώπου (π.χ. A' Kορ 2,7· A' Kορ 15,43). Eπίσης με τη δόξα περιγράφει την αντανάκλαση της θεϊκής δόξας στον άνθρωπο (B' Kορ 3,7-18) και αναφέρεται στη δοξολόγηση του Θεού (π.χ. A' Kορ 6,20· 10,31) και την απόδοση τιμής στον άνθρωπο (π.χ. A' Kορ 4,10· 11,15). Tέλος χρησιμοποιεί τη δόξα αντί της εικόνας, της όψης και του προσώπου (A' Kορ 11,7) και για να περιγράψει τη μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα διαφόρων επουρανίων και επίγειων σωμάτων (A' Kορ 15,40.41). 2) H μέχρι την εποχή του Παύλου ευρεία χρήση του όρου δόξα από ανθρώπους με διαφορετική καταγωγή, θρησκεία και πολιτισμό. Aυτή η χρήση είχε καταστήσει την έννοια σαφή και εύληπτη, δηλαδή ο όρος είχε εξελιχθεί σ' ένα μέσο πνευματικής επικοινωνίας. Tο ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό της δόξας έδινε στον Παύλο τη δυνατότητα να τη χρησιμοποιήσει στις επιστολές του και να γίνεται ευκολότερα κατανοητός τόσο από τους χριστιανούς αδελφούς του όσο και από τους αντιπάλους του, όταν πραγματευόταν κάποιο θεολογικό ή άλλου περιεχομένου θέμα.